νοοῦν

νοοῦν
νοέω
Excerpta e libris Herodiani
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
νοέω
Excerpta e libris Herodiani
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
νοόω
convert into pure Intelligence
pres part act masc voc sg
νοόω
convert into pure Intelligence
pres part act neut nom/voc/acc sg
νοόω
convert into pure Intelligence
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη — η 1. (λογ. φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα 2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • Σαν Ρέμο — (San Remo). Πόλη (περ. 59635 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία Ιμπέρια, το πιο πολυσύχναστο κέντρο χειμερινών διακοπών της Ριβιέρας. Απλώνεται στο κέντρο ενός κολπίσκου που τριγυρίζετε αμφιθεατρικά από λόφους με πυκνή βλάστηση και διακρίνεται σε δύο …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԻՄԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0154 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 11c, 13c, 14c ա. μή νοοῦν, ἁνόητος non intelligens, insanus Որ չիմանայ եւ չառնու ʼի միտ. անմիտ. տխմար. ... *Ասեն, թէ անիմայիցն վայրապար աւանդեն զսրբազանսն աւանդութիւնս. Դիոն. եկեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”